Στην πανέμορφή ανοιξιάτικη Ερέτρια έγινε παρουσίαση του βιβλίου του Βασίλη Σκουντή «Είμαστε πια πρωταθλητές», το οποίο είναι αφιερωμένο στην εθνική ομάδα μπάσκετ του 1987, που κατέκτησε στην Αθήνα το πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα, επιτυχία για την εποχή ανεπανάληπτη, αλλά και σήμερα, περισσότερο από τρεις δεκαετίες μετά, σημείο αναφοράς για τον ελληνικό αθλητισμό και όχι μόνο. Ήταν τέτοιο το μέγεθος της αθλητικής υπέρβασης που επηρέασε θετικά ένα ολόκληρο έθνος και έδωσε ώθηση για…υπερβάσεις και πέρα απ΄ τον αθλητισμό, αφού ένας ολόκληρος λαός είδε πως μπορεί -όχι απλά να διακρίνεται- αλλά να φτάνει σε «κορυφές». Σίγουρα και στο μέλλον αυτή η επιτυχία θα εμπνέει, ίσως και ακόμη περισσότερο απ΄ ότι μέχρι τώρα, όταν το κοινό συνειδητό θα έχει ξεπεράσει ολότελα την «εφηβεία» του.
Μάλιστα η ημερομηνία (30/5) της συγκεκριμένης εκδήλωσης ήταν ιδίαιτερη για την ιστορία του βιβλίου, το οποίο συμπλήρωνε ένα χρόνο ακριβώς απ΄ την έκδοση του. Ανάμεσα στους καλεσμένους ήταν και ο «δράκος» του ελληνικού μπάσκετ Παναγιώτης Γιάννακης, που ήταν ο αρχηγός και ένας απ΄ τους μεγάλους πρωταγωνιστές της «χρυσής» ομάδας του ΄87, αλλά και πέρα απ΄ αυτό θεωρείται μια απ΄ τις σπουδαιότερες προσωπικότητες του ελληνικού μπάσκετ, με προσφορά μοναδική και σαν αθλητής, αλλά και σαν προπονητής. Στην εκδήλωση ομιλητές, πέρα απ΄ τον Γιαννάκη, ήταν ο πρόεδρος της Κύμης Αλέξανδρος Θεοδώρου, ο -μέχρι πρόσφατα αθλητής της Κύμης- Νίκος Μπάρλος, ο εκδότης Διονύσης Βαλεριάνος και φυσικά ο δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου Βασίλης Σκουντής. Καταρχάς, σύντομο χαιρετισμό απηύθυνε η δήμαρχος Ερέτριας Αμφιτρίτη Αλιμπατέ, που αναφέρθηκε στην επιτύχια του 1987 και στην ώθηση που έδωσε στην ανάπτυξη του μπάσκετ. Αναφέρθηκε ακόμη στο γεγονός ότι στον δήμο Ερέτριας δεν υπάρχει κλειστό γυμναστήριο που θα βοηθούσε στην ανάπτυξη του μπάσκετ και υποστήριξε ότι η ίδια κάνει μεγάλο αγώνα, ώστε ν΄ αποκτήσει. Για την εκδήλωση τόνισε ότι «σηματοδοτεί το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του αθλητισμού».
Ο πρόεδρος της Κύμης Αλέξανδρος Θεοδώρου είπε στο ξεκίνημα της ομιλίας του ότι «το 1987 συντελέστηκε ένα μπασκετικό θαύμα» και «η μικρή σε μέγεθος και σε επιτυχίες τότε Ελλάδα τα έβαλε με τα ΄΄μεγαθήρια΄΄ της εποχής και κατάφερε να βγει νικήτρια». Στην συνέχεια αναφέρθηκε στην αξία της επιτύχιας και τις θετικές συνέπειες που είχε στην ελληνική κοινωνία και τόνισε ότι «έκανε το μπάσκετ το εθνικό μας άθλημα και μετέτρεψε την εθνική Ελλάδος στην ΄΄επίσημη αγαπημένη΄΄». Στην συνέχεια πρόσθεσε πως είναι ιδιαίτερη τίμη για τον ίδιο η παρουσία του στο «ίδιο πάνελ με τον Παναγιώτη Γιαννάκη» και τον ευχαρίστησε -όπως και όλους τους τότε συμπάικτες του και προπονητές στην εθνική- γιατί η επιτυχία εκείνη άνοιξε τον δρόμο στο να ασχοληθούν με το μπάσκετ πάρα πολλοί. Επίσης ευχαρίστησε όσους μετέφεραν τα συγκεκριμένα γεγονότα στους νεώτερους που δεν μπόρεσαν να ζήσουν την επιτυχία ζωντανά και τόνισε πως «αυτό κάνει και ο Βασίλης Σκουντής με το βιβλίο του». Τέλος ο κ. Θεοδώρου αναφέρθηκε στο «μπασκετικό θαύμα» της Κύμης, το οποίο είχε «πηγή έμπνευσης» την εθνική του ΄87, που μέσα σε οχτώ χρόνια έχει καταφέρει να καταξιωθεί στις κορυφαίες ομάδες της χώρας και «έχει γίνει πλέον η ομάδα όλης της Εύβοιας».
Ο Νίκος Μπάρλος ο οποίος ολοκλήρωσε την αξιόλογη μπασκετική του καριέρα με μια πολύ καλή σεζόν με την φανέλα της Κύμης, είπε πως είναι ευγνώμων που έζησε -σε ηλικία 8 ετών- την επιτυχία της εθνικής του 1987 και είπε πως πιστεύει πως θα βρει την δύναμη να μεταλαμπαδεύσει στους νεώτερους τα όνειρα που είχε από τότε ο ίδιος δημιουργήσει ως αθλητής. Αναφερόμενος στον Βασίλη Σκουντή τόνισε πως είναι ένας άνθρωπος που «εμείς οι αθλητές σεβόμαστε πάρα πολύ».
Ο Παναγιώτης Γιαννάκης «γύρισε» τον χρόνο πίσω τέσσερις δεκαετίες, μιλώντας για την πρώτη του γνωριμία με τον Βασίλη Σκουντή, όταν ο δεύτερος σε ηλικία 15 ετών πήρε την πρώτη του συνέντευξη της καριέρας του απ΄ τον 19χρονο Γιαννάκη, που ήδη είχε δημιουργήσει σημαντικό μπασκετικό όνομα, ως μεγάλο ταλέντο της εποχής με την φανέλα του Ιωνικού Νίκαιας. Μίλησε ακόμη για την μπάλα του μπάσκετ που «μας ταξίδεψε σ΄ όλο τον κόσμο» και «έδωσε δύναμη σε πάρα πολλούς ανθρώπους ώστε να καταλάβουν πως δεν υπάρχει αντίπαλος που δεν μπορούν να νικήσουν». Για το μπάσκετ είπε ότι μοιάζει περισσότερο με την ζωή, γιατί «είναι ένα άθλημα που νομίζεις ότι μπορείς να τα κάνεις όλα μόνος σου αλλά τελικά για να πετύχεις χρειάζεται να βάλεις τον εγωισμό σου από κάτω» και τόνισε πως αυτό ήταν το μυστικό της επιτυχίας της «μπασκετικής παρέας» του 1987. «Η χαρά είναι καλύτερη όταν την μοιράζεσαι και γίνεται αιώνια όπως εκείνη του ΄87», πρόσθεσε. Για το συγγραφικό εγχείρημα του κ. Σκουντή υποστήριξε πως «είναι ένα βιβλίο που κάθε οικογένεια θα πρέπει να έχει στην βιβλιοθήκη της», αποτελώντας διαρκώς ιστορική πηγή έμπνευσης για τις νέες γενιές. Παρότρυνε τους υπέυθυνους να γεμίσουν την Ελλάδα με προπονητήρια που «θα είναι πιο ελκυστικά απ΄ το ίντερνετ και την βόλτα στην καφετέρια». Ακόμη έδωσε συγχαρητήρια στον κ. Θεοδώρου και συνολικά στην ομάδα της Κύμης για την πορεία της τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό μπάσκετ. Σε ερώτηση για το τι θα γινόταν αν κάτι «στράβωνε» το 1987 και δεν ερχόταν η ιστορική επιτυχία, ο «δράκος» εξέφρασε την πίστη του ότι ακόμη και αν δεν γινόταν την συγκεκριμένη στιγμή η επιτυχία, θα ερχόταν σχετικά σύντομα «κάποια άλλη χρονιά», όμως το γεγονός ότι «έγινε εκείνη την χρονιά ήταν κάτι ιδιαίτερο».
Ο εκδότης του βιβλίου Διονύσης Βαλεριάνος αναφέρθηκε και εκείνος στην μεγάλη επιτυχία του 1987, που «τίναξε την μπάνκα στον αέρα» και τόνισε πως είναι εθνικό ζητούμενο, το απότοκο της. Ακόμη κάλεσε τους Έλληνες «να πάρουν την κούπα της εθνικής υπερηφάνειας και να βροντοφωνάξουν πως ΄΄είμαστε πια πρωταθλητές΄΄».
Ο κύκλος των ομιλητών έκλεισε με τον συγγραφέα του βιβλίου Βασίλη Σκουντή, που αρχικά ευχαρίστησε τον κόσμο που τον τίμησε με την παρουσία του στην εκδήλωση. «Χρειάστηκε», αναφερόμενος στο βιβλίο του, «να περάσουν 30 ολόκληρα χρόνια για να γίνει μια τέτοια εκδοτική προσπάθεια και να βγουν μερικές ανέκδοτες ιστορίες, με φωτογραφικό υλικό, που σχεδόν όλοι τα είχαμε ακούσει σαν αστικούς μύθους όμως κανείς δεν κάθησε να τα καταγράψει, να τα σχηματοποιήσει, να τα οργανώσει, να τα κάνει ένα βιβλίο και να τα προσφέρει στ΄ αναγνωστικό κοινό», χωρίς να ξέρει και ο ίδιος γιατί «έγινε τόσο μεγάλη καθυστέρηση», για «το παραμύθι που είχε happy end». Ευχαρίστησε τον Παναγιώτη Γιαννάκη που το καλοκαίρι του 1978, «με δέχτηκε και μου έδωσε την πρώτη μου συνέντευξη και είναι κάτι που δεν πρόκειται ποτέ να το ξεχάσω». Επίσης τον χαρακτήρισε ως «τον πιο ανιδιοτελή και δοτικό άνθρωπο που έχω συναντήσει στα 55 χρόνια της ζωής μου και που θα συναντήσω όσο η τύχη με αξιώσει και ο Θεός με ευλογήσει να ταλαιπωρώ ακόμη αυτόν τον μάταιο κόσμο». Τόνισε πως είναι πολύ χαρούμενος που γιορτάζει στην Ερέτρια τα γενέθλια του βιβλίου του με την «θαλάσσια αύρα του Ευβοϊκού και απέναντι από το ΄΄Νησί των Ονειρών΄΄», όπως το 1987 που «τ΄ όνειρο πήρε σάρκα και οστά».
Την εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους αρκετοί άνθρωποι απ΄ την μπασκετική «κοινότητα» της Εύβοιας και του αθλητισμού γενικότερα, στελεχή της τοπικής αυτοδιοίκησης και της πολιτικής και γενικότερα πλήθος κόσμου, που «αγκάλιασε» το μοναδικό δημιούργημα του Βασίλη Σκουντή, για την επιτυχία του 1987, η οποία «μπόλιασε» πρωταθλητισμό και έξω απ΄ τα σύνορα του κράτους τους Έλληνες.